Το χάραμα της 9ης Ιουλίου πλέαμε έξω από τις ακτές της Λέσβου σε μια εντελώς γαλήνια θάλασσα, σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση της χώρας που, φεύγοντας για διακοπές, είχαμε αφήσει πίσω μας.

Ήδη από τις πρώτες ώρες, μόλις λίγα μίλια έξω από τη Μυτιλήνη, γίναμε μάρτυρες μιας ακόμα διάσωσης προσφύγων από τα ανατολικά. Ήταν η πρώτη εμπειρία από τα παρόμοια περιστατικά που καθημερινά λάμβαναν χώρα σε όλες τις ακτές της Λέσβου και όχι μόνο.

Με την αποβίβασή μας στο λιμάνι βρεθήκαμε ανάμεσα σε δεκάδες ταλαιπωρημένους, ανήσυχους ανθρώπους που επιζητούσαν μια καλύτερη ζωή. Όπως και σχεδόν εκατό χρόνια πριν οι παππούδες μας, πάνω στις ίδιες προκυμαίες, μπροστά στα ίδια αρχοντικά έσφιγγαν τα δόντια με μοναδικό σκοπό τη επιβίωση. Με το που συγκεντρωθήκαμε όλοι, ξεκινήσαμε για μια πρώτη γνωριμία με το κάστρο της πόλης. Αμέσως μετά πήγαμε δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο με τα υπέροχα ψηφιδωτά. Η πρώτη γνωριμία με την πόλη ολοκληρώθηκε με ένα σύντομο περίπατο μέχρι την αγορά και τον εντυπωσιακό ναό του Αγ. Θεράποντα, που δεσπόζει σε όλη την πόλη και τη δυτική προκυμαία.

Επόμενη στάση για την πρώτη ημέρα η μονή του Αγ. Ραφαήλ. Για μεσημέρι κατεβήκαμε μέχρι τη Θερμή. Και την ώρα που κάποιοι απολάμβαναν το πρώτο τους μπάνιο κάποιοι άλλοι ξεκίναγαν την εξερεύνησή τους στη μεγάλη ποικιλία ούζων και τοπικών μεζέδων. Κανένας δεν έμεινε δυσαρεστημένος! Ιδίως όσοι συνδύασαν και τα δύο!!!

 Η πρώτη μέρα μας ολοκληρώθηκε με την άφιξη και τακτοποίηση στο ξενοδοχείο μας στον κόλπο της Γέρας. Τη δεύτερη μέρα, αφού ξυπνήσαμε σε ρυθμό καλοκαιρινών διακοπών στις 7 το πρωί, ξεκινήσαμε για τη μακρύτερη διαδρομή με προορισμό την άλλη άκρη του νησιού. Στόχος μας το απολιθωμένο δάσος στο Σίγρι. Μετά από δύο βουνά και τρεις σχεδόν ώρες φτάσαμε για μια ανάσα στην Άντισσα. Ένα καλοφτιαγμένο χωριό, με αρχοντικά και μια δροσερή πλατεία σκεπασμένη από πλατάνια. Μια ξεχωριστή πράσινη κουκίδα σε ολόκληρο το δυτικό τμήμα του νησιού που αποτελεί σχεδόν στο σύνολό του τον προστατευμένο χώρο του απολιθωμένου δάσους. Ένα δάσος που εκτείνεται και κάτω από τη θάλασσα μέχρι τουλάχιστον το απέναντι νησάκι στο Σίγρι και χάνεται στα βάθη του Αιγαίου.

Ψηλά στο πάρκο με τα απολιθωμένα δέντρα ακούγονταν συνεχώς επιφωνήματα θαυμασμού για τις γιγαντιαίων διαστάσεων σεγκόγιες που κείτονταν, άλλες ξαπλωμένες και άλλες ορθές, λίγο πάνω από τις ρίζες, στα χέρσα εδάφη του βουνού. Όπως ήταν πεσμένοι οι κορμοί έδειχναν την κατεύθυνση του κρατήρα του ηφαιστείου, που πριν πολλά εκατομμύρια χρόνια ήταν η αιτία της καταστροφής τους.

Πηγαίνοντας  για το Σίγρι, λόγω και της διάνοιξης του νέου δρόμου, όποιο νέο απολίθωμα βρίσκεται, αφήνεται προστατευμένο για μελλοντική έκθεσή του επί τόπου. Μετά την καθηλωτική παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης του Αιγαίου στους αιώνες των αιώνων που μεσολάβησαν μέχρι τις μέρες μας και την περιήγηση στα ευρήματα του μουσείου, φύγαμε όλοι εντυπωσιασμένοι για την θάλασσα. Επιτέλους, μετά από άλλη μια ανάβαση στο βουνό επί άλλη μια ώρα, «στριμωχτήκαμε» στα λίγα χιλιόμετρα της παραλίας της σκάλας Ερεσού. Ο αναζωογονητικός αέρας και το συνακόλουθο κυματάκι πήραν επιτέλους μαζί τους το βάρος τόσης πέτρας και τόσων εκατομμυρίων ετών. Την επόμενη μέρα μείναμε όλο το πρωί στο ξενοδοχείο απολαμβάνοντας στιγμές καλοκαιρινής ξεκούρασης στην πισίνα. Χωρίς καθορισμένο πρωινό ξύπνημα…

Μετά το μεσημεριανό γεύμα κατεβήκαμε για μια βραδινή βόλτα στη Μυτιλήνη. Χωρίς ζέστη και με τα φώτα αναμμένα η Μυτιλήνη παρουσίαζε μια εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη του πρώτου πρωινού. Ο τρούλος του Αγίου Θεράποντα συνέχιζε να δεσπόζει στο λιμάνι όσο οι κάτοικοι απολάμβαναν τη βόλτα τους στην προκυμαία. Κι ενώ κάποιοι «αισιόδοξοι»  παντρεύονταν στη μητρόπολη του Αγίου Αθανασίου, ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται στα ουζερί στα στενά της πόλης. Κατά τη σύντομη διάρκεια της επιστροφής όλοι επιχειρηματολογούσαν για το πόσο καλύτερο ήταν το ούζο και οι μεζέδες που δοκίμασαν οι ίδιοι στο καταπληκτικό μεζεδοπωλείο που είχαν ανακαλύψει σε κάποιο στενάκι… Την επόμενη μέρα επιστρέψαμε στις καλές συνήθειες του «Φυσιολάτρη». Πρωινό ξύπνημα στις 7 και αναχώρηση στις οκτώ και κάτι για πεζοπορία στον καταρράκτη της Μανικάτσιας και το Μανταμάδο. Ένα ακόμα χωριό που μαρτυρά την οικονομική ακμή του νησιού. Καλοδιατηρημένα αρχοντικά, καλντερίμια, δρόμοι σκεπασμένοι από γλυσίνιες και καταπληκτικά γαλακτοκομικά προϊόντα. Έτσι, αφού δοκιμάσαμε γιαούρτι, ρυζόγαλο και άλλες νοστιμιές, εφοδιαστήκαμε και με λίγα κιλά λαδοτύρι, γραβιέρα και άλλες τοπικές ποικιλίες. Επόμενη στάση η επιβλητική μονή Ταξιάρχη. Ήδη από τον εξωτερικό περίβολο με ένα πραγματικό αεροπλάνο σε στατική έκθεση αρχίζουμε να απογειωνόμαστε. Στο εσωτερικό του καθολικού οι κίονες και η εικόνα η φτιαγμένη με πηλό και το αίμα των μοναχών που χάθηκαν στην καταστροφή της μονής από τους πειρατές δημιουργούν μια καθηλωτική ατμόσφαιρα.

Αμέσως μετά αναχωρούμε για την Πέτρα. Έναν οικισμό χτισμένο γύρω από ένα βράχο που αποτελούσε στη διάρκεια των αιώνων το φρούριο που προστάτευε τον πληθυσμό από επιδρομές. Ένα δροσιστικό μπάνιο για αρχή, μια βόλτα στα βαθύσκιωτα από γλυσίνιες δρομάκια και μία επίσκεψη ψηλά πάνω στο βράχο, στο εκκλησάκι της Γλυκοφιλούσας, με την πανέμορφη θέα στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου.

Αργότερα το απόγευμα πήγαμε στον ιστορικό και πανέμορφο Μόλυβο. Το λεωφορείο μας άφησε έξω από τους προμαχώνες του κάστρου. Και τότε άρχισε μια πανέμορφη και απολαυστική κάθοδος από το δρομάκι που έχει ψηφιστεί στο ίντερνετ σαν το πιο όμορφο του κόσμου! Έτσι, περπατώντας κάτω από τις υπέροχες γλυσίνιες, αν και απομεσήμερο μιας ζεστής καλοκαιρινής ημέρας, στην αρχή βγάλαμε τα γυαλιά ηλίου, πολύ γρήγορα στέγνωσε ο ιδρώτας και χαρήκαμε τη βόλτα μέσα στα δρομάκια κάτω από τον ίσκιο των αρχοντικών με τη μοναδική θέα. Σύντομα βρεθήκαμε να απολαμβάνουμε έναν καφέ ή παγωτό στα μπαλκόνια πάνω από τη θάλασσα.

Πριν την επιστροφή στο ξενοδοχείο επισκεφθήκαμε και την ιδιαίτερα εκτεταμένη Μονή Λειμώνος με τα δεκάδες παρεκκλήσια, το άβατο για τις γυναίκες, το καθολικό και ένα εντυπωσιακό μουσείο.

Η επόμενη ημέρα μας βρήκε στο δρόμο για την Αγιάσο. Πρώτη στάση στον πλάτανο που έμενε για κάποιο χρόνο ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. Στους τοίχους του απέναντι καφενείου σώζονται ακόμα υπολείμματα από τις χαρακτηριστικής τεχνοτροπίας ζωγραφιές του. Επόμενη στάση η Αγιάσος. Μια σύντομη βόλτα μέχρι την κεντρική πλατεία και την εκκλησία του χωριού ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να αντιληφθούμε όλοι την παράδοση των κατοίκων στην ξυλοτεχνία. Όπως και τα άλλα χωριά της Λέσβου η Αγιάσος είναι ένας ζωντανός οικισμός,  γεμάτη αρχοντικά, πλακόστρωτους δρόμους σκεπασμένους από σκιερές γλυσίνιες.

Στη συνέχεια και μετά από μια σύντομη παράκαμψη για το Παλαιοχώρι, επισκεφθήκαμε το αρχοντικό Πλωμάρι. Ακολουθώντας το κεντρικό πλακόστρωτο, δίπλα στις όχθες του χείμαρου που διασχίζει την πόλη εντυπωσιαστήκαμε από τα αρχοντικά. Το μεθυστικό άρωμα ούζου που πλανιόταν στον αέρα δεν οφειλόταν σε σπασμένα μπουκάλια ούζου, αλλά στις μεγάλες ποσότητες γλυκάνισου από το γειτονικό Λισβόρι, που φυλάσσονταν στα υπόγεια των σπιτιών. Δικαίως το Πλωμάρι είναι φημισμένο για τα εξαιρετικά του ούζα.

Η επόμενη ημέρα προέβλεπε επίσκεψη, για κάποιους μάλλον προσκύνημα, στις Κυδωνίες, στο γνωστό Αϊβαλί. Με την άφιξή μας στο Αϊβαλί αναχωρήσαμε για την ιστορική Πέργαμο. Κατά τη διάρκεια της μετάβασής μας στην πόλη αντιληφθήκαμε όλοι πόσο εύφορα είναι τα εδάφη της Μικράς Ασίας και πόσες ομοιότητες έχουμε με τους εξ Ανατολών γείτονες. Τις διαφορές βέβαια μάλλον τις γνωρίζουμε όλοι καλά. Στην Πέργαμο ξεναγηθήκαμε στο κατάμεστο από αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά ευρήματα μουσείο. Μετά από μια σύντομη στάση μετά φαγητού αφιχθήκαμε στο Αϊβαλί. Επισκεφθήκαμε τους μεγαλοπρεπείς ναούς ( Άγιο Γεώργιο και Άγιο Βασίλειο), που, αν και τώρα έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, προδήλως μαρτυρούν την παλιά τους ταυτότητα. Κατά την παραμονή μας στην πόλη πολύ εύκολα γίναμε μάρτυρες της παρουσίας πολλών ελληνόφωνων «τουρκοκρητικών» ή , ακριβέστερα ίσως, μουσουλμάνων Κρητικών. Η περιήγηση στα δρομάκια της παλιάς πόλης μας έφερε κοντά στα αρχοντικά και στα σπίτια των απλών Ελλήνων με τις σκαλισμένες στην πέτρα επιγραφές και τα ζωγραφισμένα ταβάνια και τους βαμμένους γαλάζιους παλιούς σουβάδες. Η παρουσία μας όμως ανάμεσα στα κατά τους λοιπούς δυτικούς «χαλάσματα», μαρτυρούσε εύκολα την εθνική μας ταυτότητα. Έτσι πολλές φορές μας πλησίαζαν αυθόρμητα διάφοροι, μιλώντας μας ελληνικά και εξηγώντας ή δείχνοντάς μας λεπτομέρειες που μαρτυρούσαν την παρουσία των Ελλήνων στην πόλη. Η αναχώρηση από το Αϊβαλί, διαμέσου των Μοσχονησίων, μας έφερε πίσω στη Μυτιλήνη, εμάς και πολλούς Τούρκους συνεπιβάτες, που -τι ειρωνεία!- σήμερα συμβάλλουν στην τόνωση του τουρισμού μας κατακλύζοντας τη Λέσβο. Οι καιροί αλλάζουν και ας ευχηθούμε χωρίς πισωγυρίσματα… Η 15η Ιουλίου μας βρήκε στην αλυκή της Καλλονής να παρατηρούμε με τα μονόκυαλα της τοπικής εκπροσώπου του WWF τα ροζ φοινικόπτερα (φλαμίνγκο) μαζί με λίγους κορμοράνους, λίγες σταχτόπαπιες, έναν τσικνιά κι έναν μαύρο πελαργό. Η παρουσία αυτών και άλλων σπάνιων πουλιών προσελκύουν όλο το χρόνο αρκετούς επισκέπτες από την Ευρώπη, κάποιους  από τους οποίους συναντήσαμε κι εμείς.

Το υπόλοιπο της μέρας πέρασε χαλαρά στην απέραντη παραλία των Βατερών.

Η επόμενη, προτελευταία ημέρα, περιελάμβανε πρωινή επίσκεψη στη Μυτιλήνη. Πολλοί συμπλήρωσαν τη συλλογή ούζων και μεζέδων που θα έφερναν μαζί τους πίσω, για να τα απολαύσουν με τους φίλους τους.

Η τελευταία ημέρα ξεκίνησε με επίσκεψη στη Βάρεια και το μουσεία Θεόφιλου και Τεριάντ. Στη διαδρομή θαυμάσαμε τις δεκάδες πανέμορφων, στιβαρών, αρχοντικών, πολλά από τα οποία θα μπορούσαν θυμίζουν πύργους παραμυθιών. Στη συνέχεια κατεβήκαμε μέχρι την παραλία της Χαραμίδας, όπου η θάλασσα ήταν εντελώς γαλήνια, για ένα απολαυστικό τελευταίο μπάνιο ή ένα μεζέ.

Οι τελευταίες ώρες στη Μυτιλήνη μας έδωσαν την ευκαιρία για τον αποχαιρετιστήριο καφέ, αλλά το αποχαιρετιστήριο ούζο το ήπιαμε πάνω στο καράβι αναπολώντας τις καλύτερες στιγμές, όσες στιγμές απόλαυσης θυμόταν ο καθένας μας, που περάσαμε στο όμορφο νησί της Λέσβου.

Αθανάσιος  Καρατζάς