Ξεκινήσαμε στις 7 το πρωί του Σαββάτου 4 Ιουνίου από τη Νίκαια με 2 πούλμαν για τη « Γιορτή του κερασιού» στο χωριό Μετόχι. Αφού παραλάβαμε πολλούς φίλους από το Αιγάλεω, κατευθυνθήκαμε προς Βαθύ, Χαλκίδα, Ν. Αρτάκη, όπου και σταματήσαμε για ένα ημίωρο περίπου. Περάσαμε από την κρεμαστή γέφυρα κι έτσι δεν είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τη μέρα αυτή το φαινόμενο της παλίρροιας του Ευρίπου, κάτι που άλλες φορές το έχουμε κάνει.

Πήραμε τον δρόμο για Στενή, από τα γραφικότερα χωριά της Εύβοιας, αφήσαμε πίσω μας «του Γιατρού τη βρύση» και την πλατανοσκέπαστη ρεματιά, στην έξοδο του χωριού, και συνεχίσαμε προς το Μετόχι. Μπροστά μας μεγαλόπρεπη η Δίρφη, με την ψηλότερη κορφή της, το Δέλφι, σχεδόν γυμνή, και λίγο δεξιά οι όγκοι της Σκοτεινής και του Ξηροβουνίου. Η διαδρομή μας εντυπωσιακή και μες στο πράσινο, με πολλές ανθισμένες καστανιές και πανύψηλα πλατάνια, πεύκα και άλλα δέντρα. Οι κερασιές αρκετές αλλά όχι και τόσο υγιείς.

Φτάσαμε στο σημείο απ΄όπου θα ξεκινούσαν οι δύο διαδρομές. Η μεγαλύτερη θα κατέληγε στο χωριό Μετόχι, ενώ η μικρότερη θα σταματούσε κάπου πιο πάνω από το χωριό και εκεί θα ερχόταν το πούλμαν για παραλαβή. Οι πεζοπόροι της μεγάλης διαδρομής ξεκίνησαν πρώτοι  από τη ράχη Συκά και ακολούθησαν αυτοί της δεύτερης διαδρομής. Όλοι μαζί  πήραμε δεξιά τον χωματόδρομο και ύστερα  από λίγη ώρα περπάτημα μπήκαμε αριστερά στο κατηφορικό μονοπάτι. Η διαδρομή είναι αρκετά  εύκολη χωρίς πολλές υψομετρικές διαφορές. Στην αρχή κινηθήκαμε μέσα σε ελατόδασος σε πολύ όμορφο και βατό μονοπάτι και φτάνοντας σε μια διασταύρωση πήραμε την αριστερή πορεία προς το Κόνισμα. Το μονοπάτι πολύ καλά σηματοδοτημένο  αλλά σε  ορισμένα σημεία  η βλάστηση, κυρίως φτέρες, το είχαν κλείσει τελείως και δυσκόλευαν τη διαδρομή. Ύστερα συνεχίσαμε σε εγκαταλελειμμένα χωράφια  με παλιές πεζούλες, που μαρτυρούν ότι εδώ παλιά οι άνθρωποι καλλιεργούσαν την γη.

Η διαδρομή για την κορυφή μόνο εύκολη δεν είναι. Φτάσαμε τελικά στην πηγή Κόνισμα, μια  ωραία τοποθεσία με πλατάνια,  από όπου αναβλύζουν πάρα πολλά νερά.  Αφού πήραμε μια ανάσα, συνεχίσαμε δεξιά προς το βουνό, για να συναντήσουμε τον χωματόδρομο που ανεβαίνει ψηλά στο διάσελο του Ξηροβουνίου, όπου αρχίζει η αλπική ζώνη. Αριστερά και δεξιά ο δρόμος γεμάτος από κατακόκκινες μικρές και πολύ αρωματικές φράουλες, που όλοι γευτήκαμε.Ανηφορίζουμε μέσα στα  έλατα και σε λίγο φτάνουμε σε δασικό δρόμο, που τον παίρνουμε αριστερά, και σύντομα φτάνουμε σε μια  πηγή. Από εκεί ακολουθούμε το μονοπάτι που οδηγεί στην  απέναντι κορυφή και μετά από λίγη ώρα φτάνουμε σε μια στάνη, όπου μέσα σε ένα μεγάλο καζάνι έφτιαχναν  τυρί. Οι άνθρωποι ξαφνιάστηκαν  από τους απρόσμενους επισκέπτες και μας έδωσαν οδηγίες πώς θα φτάσουμε στο δρόμο που οδηγεί στο Μετόχι. Κάποιοι δεν έχασαν την ευκαιρία να προμηθευτούν λίγη αγνή μυζήθρα, που ήταν κρεμασμένη στα κλαδιά των γύρω δέντρων. Αποχαιρετούμε τους καλούς αυτούς ανθρώπους και συνεχίζουμε τον χωματόδρομο που οδηγεί στο χωριό. Λίγο έξω από το Μετόχι  συναντήσαμε τα περιβόλια με τις κερασιές και είχαμε την τύχη  να γευτούμε νόστιμα κεράσια κατευθείαν από την «πηγή» τους. Τελικά  φτάσαμε στο  χωριό και συναντήσαμε εδώ και τους τουρίστες, αλλά και τους πεζοπόρους της μικρής διαδρομής, που ήδη είχαν φτάσει πριν από μας στο χωριό. Οι « μικροί » πεζοπόροι περπάτησαν το ίδιο μονοπάτι με αυτούς της μεγάλης διαδρομής μέχρι τις πηγές Κόνισμα. Έκαναν συνολικά  δυόμισι ώρες ακολουθώντας το μονοπάτι με την κόκκινη σηματοδότηση,  μέσα σε καταπράσινο περιβάλλον, που σε αρκετά σημεία του θύμιζε πυκνή ζούγκλα, μια και οι φτέρες πολλές φορές έκρυβαν ολόκληρο το σώμα μας. Ήταν μάλιστα δύσκολο να διακρίνεις το ίδιο το μονοπάτι στα μέρη αυτά.Πάνω μας φύλακας το Ξηροβούνι με τις μυτερές κορφές του και το ποικίλο ανάγλυφο, που θύμιζε τον ‘Ολυμπο. Ξερό πραγματικά εκεί ψηλά όμως μόνο το βουνό αυτό, γιατί πιο χαμηλά η βλάστησή του είναι αρκετά πυκνή. Αλλού συναντούσες γέρικα και ψηλά πεύκα, χαμηλότερους αγκαθωτούς κέδρους και άλλα δέντρα και θάμνους. Ευτυχώς που υπήρχαν κι αυτά, ευτυχώς που τις κατηφοριές διαδέχονταν και αρκετές ισιάδες και πάλι καλά που ο ήλιος εκείνη τη μέρα ήταν αρκετά ντροπαλός και προτιμούσε να κρύβεται συχνά - πυκνά πίσω από τα σύννεφα. Έτσι μας βοηθούσε κι εμάς να περπατάμε χωρίς μεγάλη δυσανασχέτηση, σε σημείο που, όταν διαπιστώσαμε ότι η πορεία είχε λάβει τέλος, να λέμε « αυτό ήταν μόνο; ». Μετά την πηγή Κόνισμα το μονοπάτι οδηγεί  σε παλιό δρομάκι και από εκεί  κατεβαίνουμε στην άσφαλτο.Εδώ το πούλμαν παρέλαβε τους 41 « μικρούς » και τους έφερε στην παραλία, όπου παρέμειναν γύρω στις 2 ώρες για μπάνιο ή και για φαγητό, εφόσον το επιθυμούσαν και είχαν τον χρόνο. Η παραλία, με άμμο και βοτσαλάκι, αρκετά όμοια σε γενικές γραμμές με εκείνην της Χιλιαδούς, έχει, όπως κι εκείνη, βράχους διάσπαρτους και στις δυο πλευρές της. Ανηφορίζοντας κατόπιν  προς το Μετόχι, αναζητήσαμε και πάλι την πινακίδα που έδειχνε τον δρόμο προς το σωζόμενο καθολικό της μονής του Οσίου Νικολάου του Σικελιώτη, μετόχι της οποίας ήταν όλη η περιοχή, όπου κτίστηκε και το χωριό. Η μονή βέβαια δεν φαινόταν από την άσφαλτο. Το χωριό έχει λόγω της μονής εξάλλου και την ονομασία αυτή. Έτσι ονομάζεται το αγρόκτημα που ανήκει σε μοναστήρι, εντός του οποίου βρίσκεται συνήθως μικρό παρεκκλήσιο και κατοικία για τους μοναχούς – καλλιεργητές. Στο  χωριό ήδη είχαν φτάσει οι « τουρίστες », δηλαδή όσοι προτίμησαν περισσότερη ώρα μπάνιο στην παραλία του Μετοχίου, - και δεν ήταν λίγοι. Όταν ξεκίνησαν την πορεία οι πεζοπόροι, επιβιβάστηκαν στο ένα πούλμαν και κατέβηκαν απευθείας στην παραλία. Έκαναν τις βουτιές τους στη λίγο ανήσυχη θάλασσα και στη συνέχεια επιζήτησαν τη σκιά της ταβέρνας που βρισκόταν εκεί κοντά ή αυτής που ήταν πιο πάνω, για ένα καφεδάκι, αναψυκτικό ή μεζεδάκι με μπίρα ή ουζάκι. Το μεσημεράκι, αφού ήρθαν και οι «μικροί» πεζοπόροι και έκαναν και αυτοί μπάνιο, όλοι μαζί ανέβηκαν στο Μετόχι.Εκεί άλλοι προτίμησαν να γευματίσουν στην ταβέρνα λίγο έξω από το χωριό, άλλοι να πιουν καφέ, αναψυκτικό ή να φάνε ένα παγωτάκι στο μικρό μαγαζάκι απέναντι από την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, στην πλατεία. Οι κάτοικοι είχαν ήδη στολίσει γιορτινά την πλατεία και ετοιμάζονταν να βάλουν σε ατομικά μπολάκια κερασάκια για κέρασμα, ενώ κατέφταναν καντίνες με λουκουμάδες και άλλα γλυκίσματα που συνήθως βρίσκουμε σε γιορτές και πανηγύρια. Όμως η ίδια η γιορτή του κερασιού θα ξεκινούσε στις 7, με μουσικές και τραγουδιστές κάποιους από την οικογένεια των Κονιτόπουλων. Έτσι μόνο στα προεόρτια βρεθήκαμε και γευτήκαμε απλώς λίγα κεράσια που μας κέρασαν οι φιλόξενοι ντόπιοι. Αγοράσαμε κιόλας οι περισσότεροι κεράσια της περιοχής αλλά και μέλι. Έγιναν και μικρές βόλτες στα στενά δρομάκια του χωριού, όπου ο αναβρασμός για τη γιορτή που θα ξεκινούσε σε λίγη ώρα ήταν ολοφάνερος.

Όμως εμείς έπρεπε να αναχωρήσουμε κι έτσι κατά τις 6 παρά τέταρτο και, αφού είχαν ήδη επιστρέψει όλοι οι « μεγάλοι » πεζοπόροι, επιβιβαστήκαμε στα δύο πούλμαν και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για Νίκαια, ακολουθώντας άλλο δρόμο τώρα προς Χαλκίδα. Η καθιερωμένη στάση μας έγινε στη γραφική παραλία της Αρτάκης, με το εκκλησάκι και τον ασπρογάλαζο μύλο, όπου φωτογραφηθήκαμε, και τις πολλές καφετέριες, όπου καθίσαμε για καφεδάκι ή κάτι άλλο. Γυρίσαμε στη βάση μας κατά τις 9 το βράδυ.