Για 6η φορά από το 2010, με μόνη εξαίρεση πέρυσι  που ο  «Φυσιολάτρης» ανέβηκε στο Σμόλικα και στην Γκαμήλα,  35 άτομα πραγματοποιήσαμε με επιτυχία την ανάβαση στον ξακουσμένο Όλυμπο, το ιερό βουνό των αρχαίων Ελλήνων, όπου κατά τη μυθολογία κατοικούσαν οι Δώδεκα Θεοί τους.Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας το μεσημέρι της Παρασκευής , 22 Ιουλίου, από τη Νίκαια και κάνοντας μια μικρή στάση κοντά στη Λαμία  για ξεμούδιασμα, περάσαμε τα Τέμπη και το Λιτόχωρο και το βραδάκι φτάσαμε στον Σταυρό, το πρώτο  καταφύγιο του Ολύμπου πάνω από το Λιτόχωρο. Το καταφύγιο Δ΄του Ολύμπου «Δημ. Μπουντόλας» βρίσκεται δίπλα στον ασφαλτόδρομο σε υψόμετρο 944 μέτρων και μπορεί να φιλοξενήσει 30 επισκέπτες. Έχει καταπληκτική θέα προς τον κάμπο της Πιερίας και προς τη θάλασσα και μας υποδέχτηκε αργά το απόγευμα. Αφού τακτοποιηθήκαμε στα κρεβάτια, στα ράντζα και στους καναπέδες, δειπνήσαμε και, λίγο πριν πάμε για ύπνο, παρατηρήσαμε τον υπέροχο ουρανό με τα χιλιάδες αστέρια του, λίγο πριν μέσα από τη θάλασσα ανατείλει το φεγγάρι. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ξυπνήσαμε κατά τις 6, πήραμε το πρωινό μας και, πήγαμε με το πούλμαν μέχρι την Γκορτσιά στο 14ο χιλιόμετρο της διαδρομής Λιτόχωρο – Πριόνια. Από εδώ ξεκινήσαμε την πορεία μας με τη δροσούλα ανεβαίνοντας  προς την Πετρόστρουγκα, αφού πρώτα φορτώσαμε τα πράγματά μας στα μουλάρια. Περπατήσαμε 3-4 ώρες μέσα σε ένα ανηφορικό σκιερό μονοπάτι κάτω από  πεύκα, οξιές και έλατα, κάναμε αρκετές στάσεις καθώς και μια αποτυχημένη απόπειρα να προσεγγίσουμε τη σπηλιά όπου έζησε για χρόνια ο μεγάλος ζωγράφος του Ολύμπου, Βασίλης Ιθακήσιος. Τελικά κατά  τις 11  φτάσαμε στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας(2000 μ.), καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε και στη συνέχεια ξεκινήσαμε για το οροπέδιο των Μουσών. Μια όμορφη διαδρομή με καλή σήμανση μέσα στα ρόμπολα και στα έλατα, μέχρι που φτάσαμε αρκετά ψηλά, όπου πλέον αρχίζει η αλπική βλάστηση. Μετά τη «Σκούρτα» διασχίσαμε το «Λαιμό» και από το πέρασμα του «Γιόσου» φτάσαμε στο οροπέδιο των Μουσών σχεδόν μεσημέρι. Τα λίγα χιόνια που έπεσαν φέτος είχαν εμφανή σημάδια στο άλλοτε ολάνθιστο και καταπράσινο οροπέδιο. Αρκετά κοπάδια αγριοκάτσικα έβοσκαν αμέριμνα και μόνο όταν περνούσαμε από κοντά τους μας κοίταζαν έκπληκτα και ύστερα έτρεχαν να απομακρυνθούν. Πήραμε τα πράγματά μας, που είχαν ήδη φτάσει  με τα μουλάρια στο καταφύγιο, ξεκουραστήκαμε λίγο και ταχτοποιηθήκαμε όλοι μαζί στον πάνω όροφο σε διώροφα κρεβάτια  για λίγη ξεκούραση. Το απογευματάκι κάναμε μικρές βόλτες στο οροπέδιο των Μουσών, όπου κάποιοι είχαν στήσει και τις σκηνές τους να κοιμηθούν κάτω από τα αστέρια και ανεβήκαμε στις κορυφές Τούμπα (2801 μ.) και  στον Προφήτη Ηλία(2803 μ.), όπου υπάρχει ένα μικρό πετρόχτιστο κτίσμα προφυλαγμένο από τους ανέμους και τα χιόνια. Παρατηρώντας  την κορυφή «Στεφάνι» από το καταφύγιο, με το πρόσωπο του Δία να σχηματίζεται ανάμεσα στους απότομους βράχους, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας ότι την επόμενη μέρα και εμείς  θα ανεβαίναμε εκεί πάνω. Ήδη τρεις αναρριχητές σκαρφάλωναν με σχοινιά προς την κορυφή του Στεφανιού. Το σούρουπο, όταν το κρύο άρχισε να δυναμώνει, καθίσαμε δίπλα στη σόμπα, δειπνήσαμε και λίγο πριν πάμε για ύπνο κάναμε μάθημα αστρονομίας παρατηρώντας τα χιλιάδες αστέρια του ουρανού του Ολύμπου. Είδαμε νωρίς τους πλανήτες το Δία, τον Άρη και το Κρόνο  καθώς και τους γνωστότερους αστερισμούς και αστέρια, τη μικρή και μεγάλη Άρκτο , τον Πολικό αστέρα που μας δείχνει πάντα το Βορρά, την Κασσιόπη, τον Βέγα , τον Αρκτούρο και πολλά άλλα. Στη συνέχεια πήγαμε για ξεκούραση, γιατί το πρόγραμμα της επόμενης μέρας είχε ανάβαση στις δυο ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου, τον Μύτικα (2918μ.) και το Σκολιό (2911μ.).Πρωί-πρωί ξυπνήσαμε, πήραμε το πρωινό μας και, αφού φορτώσαμε τα πράγματα στα μουλάρια, για να τα κατεβάσουν στο καταφύγιο του «Σπήλιου Αγαπητού» ξεκινήσαμε για την ανάβασή μας  στον Μύτικα. Στον δρόμο είδαμε τον ήλιο να ξεπροβάλλει στο βάθος μέσα από τη θάλασσα και διασχίζοντας τα “Ζωνάρια” φτάσαμε σε μισή ώρα στο σημείο που ξεκινάει η ανάβαση στην ψηλότερη  κορφή του Ολύμπου, στον Μύτικα, η οποία έχει υψομετρική διαφορά περίπου 300 μ. Λίγο πριν τις οκτώ βρισκόμασταν στο «Λούκι» και βάλαμε πλώρη για την κορυφή του Μύτικα. Φορέσαμε τα κράνη μας, ακούσαμε τις οδηγίες από τον αρχηγό και αρχίσαμε το σκαρφάλωμα κατά ομάδες. Αυτοί που για πρώτη φορά ανέβαιναν στην κορυφή, βρισκόντουσαν κοντά στους πιο έμπειρους, για να τους βοηθάνε στο σκαρφάλωμα. Ο ένας μετά τον άλλον, περισσότερα από 20 άτομα, αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε ακολουθώντας πιστά τα σημάδια πάνω στους βράχους, που έδειχναν τα σωστά περάσματα, προσέχοντας ιδιαίτερα να μην παρασύρουμε πέτρες και χτυπήσουν αυτούς που ακολουθούν ανεβαίνοντας  πιο κάτω στο Λούκι. Η ανάβαση διήρκησε περίπου μια ώρα και η αδρεναλίνη χτύπησε κόκκινο. Η ανακούφιση ήρθε μόλις φτάσαμε στην κορυφή και βγάλαμε τα κράνη μας, ειδικά σε αυτούς που ανέβηκαν για πρώτη φορά και δεν πίστευαν στα μάτια τους ότι είχαν κατορθώσει κάτι τέτοιο. Ιδιαίτερα, όταν στην κορυφή έφτασε ο 74χρονος Γιώργος, που έχει ανέβει στην κορυφή πάνω από 20 φορές, όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Αγναντεύσαμε τη γύρω περιοχή  από τη μακρινή Πίνδο μέχρι το Άγιο Όρος και από την Εγνατία Οδό μέχρι τον Θεσσαλικό κάμπο, βγάλαμε φωτογραφίες, υπογράψαμε το βιβλίο και, αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, αρχίσαμε το κατέβασμα. Επιλέξαμε να φτάσουμε στο «Σκολιό» περνώντας από την Κακόσκαλα. Κατεβήκαμε και ανεβήκαμε προσεκτικά την Κακόσκαλα με θέα προς τα «καζάνια», έχοντας πάντα δίπλα μας το απότομο χάος που σου κόβει την ανάσα και σε μια ώρα βρισκόμασταν στη κορυφή της «Σκάλας». Εδώ συναντήσαμε και την υπόλοιπη ομάδα που έκανε τον γύρο των κορυφών του Ολύμπου, περνώντας από τα «Ζωνάρια» στη βάση των κορυφών του και έφτασε στο Σκολιό στην απέναντι μεριά του Μύτικα. Φτάνοντας στο «Σκολιό», η θέα μας αποζημίωσε βλέποντας  τις απέναντι κορυφές, τον «Μύτικα» και το «Στεφάνι», και ανάμεσά μας τα καζάνια  την απότομη χαράδρα. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος και δεν μας έκανε καρδιά να επιστρέψουμε. Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, μια ομάδα ξεκίνησε κατηφορίζοντας για το καταφύγιο του «Σπήλιου Αγαπητού», ενώ μια δεύτερη ανέβηκε πρώτα στην κορυφή του Αγίου Αντωνίου. Αργά το απόγευμα αρκετά κουρασμένοι φτάσαμε στο καταφύγιο, ξεκουραστήκαμε , γευματίσαμε και νωρίς πέσαμε για ύπνο, γιατί είχαμε πρωινό ξύπνημα. Την τελευταία μέρα σειρά είχε το πανέμορφο φαράγγι του Ενιπέα. Πρωί-πρωί στις 6, αφού αφήσαμε τα πράγματα στα μουλάρια, κατηφορίσαμε για «Πριόνια», όπου βρίσκονται και οι πηγές του Ενιπέα. Ο Ενιπέας, σύμφωνα με τον Όμηρο,  ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύος και τον ερωτεύτηκε η  Τυρώ. Ο θεός Ποσειδώνας είδε την όμορφη Τυρώ και την ερωτεύθηκε και παίρνοντας τη μορφή του Ενιπέα έκανε μαζί της δυο γιούς, τον Πελία και τον Νηλέα. Αυτό προκάλεσε την οργή της Ήρας που τον μεταμόρφωσε σε ποταμό και τον καταράστηκε το τέλος  του να είναι οδυνηρό. Γι’ αυτό τα νερά του πανέμορφου Ενιπέα απλώς διαρρέουν τον κάμπο της Πιερίας χωρίς να εκβάλλουν κατευθείαν στη θάλασσα. Για να διασχίσουμε το φαράγγι,  περάσαμε από  7 ξύλινες γέφυρες και συναντήσαμε αρκετούς καταρράκτες και βάθρες, στα γάργαρα νερά των οποίων κολυμπήσαμε, και περπατήσαμε μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο με πλατάνια και οξιές, με μόνιμη συντροφιά το κελάρυσμα του νερού. Στο δρόμο γευτήκαμε αγριοφράουλες και σμέουρα που βρίσκαμε δίπλα από το μονοπάτι. Δεν έλειψαν και οι εκπλήξεις, γιατί κατά διαστήματα συναντούσαμε αρκετά σκιουράκια που έτρεχαν να απομακρυνθούν στις ψηλότερες κορυφές πηδώντας από δέντρο σε δέντρο. Φτάσαμε στην έξοδο προς το Λιτόχωρο,  στους «Μύλους» με τους παλιούς νερόμυλους, τα πλατάνια και τα τρεχούμενα νερά και καθίσαμε,  για να δροσιστούμε. Όσοι δεν διέσχισαν το φαράγγι κατέβηκαν μέχρι τα Πριόνια, επισκέφτηκαν τους καταρράκτες και το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και κατευθύνθηκαν προς το Λιτόχωρο με το πούλμαν. Εδώ γευματίσαμε και το απογευματάκι πήραμε το δρόμο του γυρισμού έχοντας περάσει ένα φανταστικό τετραήμερο  στον Όλυμπο. Ήταν τέτοια η εμπειρία, η δύναμη  και η ενέργεια που αποκομίσαμε από την ανάβαση στον Όλυμπο που  ευχόμαστε να είμαστε όλοι καλά και να ξανάρθουμε του χρόνου.