Ξεκινήσαμε, Πέμπτη, 24 Μαρτίου, στις 7 το πρωί, από τη Νίκαια με 2 πούλμαν και ακολουθήσαμε την Εθνική Αθηνών-Λαμίας, όπου κάναμε μια σύντομη στάση στο 90ό χλμ.

Περνώντας μπροστά από το μνημείο του Αθανασίου Διάκου και, ενώ στο βάθος αριστερά διακρινόταν η Γέφυρα της Αλαμάνας, πραγματοποιήσαμε ένα μικρό αφιέρωμα στον ήρωα που σε αυτό το σημείο έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα, πολεμώντας με λιγοστά όπλα και μετρημένα παλληκάρια, στις 23 Απριλίου του 1821. Ακούστηκαν από το μικρόφωνο αποσπάσματα από το δραματικό έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, όπου περιγράφεται η εξέλιξη της μάχης με τον Ομέρ Βρυώνη, η οποία οδήγησε σε νίκη των Τούρκων και στο γνωστό τραγικό τέλος του Διάκου.

 

Έπειτα κατευθυνθήκαμε προς την ( τον ) αρχαία(ο) Πτελεό, ομηρική πόλη, όπου βασίλεψε ο Θεσσαλός βασιλιάς Πρωτεσίλαος, αυτός που, μόλις αποβιβάστηκε στην Τροία, σκοτώθηκε. Στη θέση Γρίτσα κάναμε μικρή πορεία πάνω στο λόφο, στις πλαγιές του οποίου ανακαλύψαμε τους θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους και στην κορυφή τα τείχη της αρχαίας πόλης, την οποία κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι το 171 π.Χ. Στην άλλη πλευρά της ασφάλτου εντοπίσαμε και άλλον έναν μυκηναϊκό τάφο, δείγμα κι αυτός της μεγάλης ακμής που γνώρισε η πόλη κατά την εποχή του χαλκού. Καταπράσινος ο λόφος αυτή την εποχή, γεμάτος ασφόδελους ανθισμένους, όμορφη η διαδρομή μας και με ωραίες βουκολικές σκηνές, μια και τα προβατάκια που έβοσκαν απλώνονταν ειρηνικά στο τοπίο με τη συνοδεία του ποιμένα τους… Κάποιοι φίλοι έκαναν το γύρο του λόφου και κατέβηκαν προς τη θάλασσα και το χωριό, όπου κάποτε οι Ενετοί είχαν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια τους και για το λόγο αυτόν είχαν χτίσει ψηλά σε έναν άλλο αντικρινό λόφο κάστρο, το οποίο διακρίναμε στο βάθος και όχι πολύ μακριά μας. Κάποτε εκεί πάνω υπήρχε ολόκληρη καστροπολιτεία …Οι Οθωμανοί όμως κατέστρεψαν και αυτήν μετά την άλωση της Χαλκίδας.

Φύγαμε έπειτα για τη γραφική Αμαλιάπολη ( ή Μιτζέλα, που σημαίνει μικρό δασωμένο βουνό ), τον πανέμορφο παραθαλάσσιο οικισμό με τα υπέροχα κτήρια μοναδικής αρχιτεκτονικής, με τους ωραίους κολπίσκους και το νησάκι « Κίκυνθος », που φιλοξενεί το ιστορικό εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου. Το έχτισαν το 1805 Τρικεριώτες  και είναι πραγματικό κόσμημα του γραφικού κόλπου της Αμαλιάπολης. Στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο ως τις Νηες, το λιμάνι των Μυρμιδόνων, αφετηρία του Αχιλλέα για τον Τρωικό πόλεμο, έχουν εντοπιστεί ναυάγια της ρωμαϊκής και της βυζαντινής εποχής, ενώ στην πλατεία της Αμαλιάπολης τα κανόνια θυμίζουν τη συμμετοχή των Μιτζελιωτών και τον ηρωισμό που επέδειξαν στις ναυμαχίες που διεξήχθησαν εδώ.

Στην παραλία του χωριού δώσαμε το συνηθισμένο πικ-νικ του « Φυσιολάτρη», την ώρα ακριβώς που η πείνα είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της και βοηθούσε σε αυτό και η ελαφριά αύρα που έπνεε από το πέλαγο… Μετά το απολαυστικό γεύμα μας αφήσαμε την πόλη που αγάπησε και φρόντισε αρκετά η βασίλισσα Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, κατά τις 3 παρά κάτι, απρόθυμα, θα λέγαμε, μια και η ομορφιά ήταν μαγευτική, εκείνη ιδιαίτερα την ώρα, ώστε να προλάβουμε και μια σύντομη επίσκεψη στην Αγχίαλο και τον αρχαιολογικό της χώρο.

Ίσα – ίσα που προλάβαμε να μπούμε στον αρχαιολογικό χώρο της Ν. Αγχιάλου, των Παλαιοχριστιανικών Φθιώτιδων Θηβών, με τη Βασιλική του Αγ.Δημητρίου, με τον αναστυλωμένο κίονα. Περιηγηθήκαμε στο εσωτερικό της μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής, στο αίθριο και στα προσκτίσματα γύρω. Το τεράστιο συγκρότημα των επάλληλων 3 βασιλικών του Αρχιερέως Πέτρου μπορέσαμε να το δούμε απ΄έξω μόνο, γιατί η φύλακας έπρεπε να φύγει. Και οι δύο χώροι έδωσαν εξαιρετικά ψηφιδωτά και γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Τα ερείπια πάντως που θαυμάσαμε μας έδωσαν μια καλή εικόνα για την ακμή που γνώρισε η περιοχή τον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. κυρίως, οπότε και αποτελούσε θρησκευτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Εδώ στα αρχαία χρόνια βρισκόταν η πόλη Πύρασος, με το μεγαλύτερο λιμάνι της Θεσσαλίας. Στον λίγο χρόνο που μας απέμενε κάναμε μια βόλτα στην παραλία της κωμόπολης αυτής, που ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι. από πρόσφυγες της Αγχιάλου της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αλλά ο μαγευτικός Βόλος μας περίμενε για μια μεγάλη απογευματινή βόλτα κι έτσι αποχαιρετίσαμε την κάποτε πολύ σημαντική Αγχίαλο.

Οι κοκκινωπές πινακίδες που συναντούσαμε στο δρόμο μας με ενδείξεις για τους αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους του νομού Μαγνησίας μας ( Αλμυρός, Σέσκλο, Διμήνι, Δημητριάδα, Ιωλκός ) μας υπενθύμιζαν ότι βρισκόμαστε σε έναν νομό με ιστορικά μνημεία παγκοσμίου ενδιαφέροντος αλλά και με πλούσια μυθολογία.

Στις 2 περίπου ώρες που παραμείναμε στη χαρούμενη και ζωντανή πολιτεία του Βόλου με την εξαιρετική ρυμοτομία σεργιανίσαμε στην παραλιακή λεωφόρο με τις πολλές καφετέριες, τις ταβέρνες και τα ουζερί, αλλά και με τα νεοκλασικά καθώς και άλλων ρυθμών κτήρια, όπως της Τράπεζας της Ελλάδος, του Μεγάρου Παπαστράτου ( πρώην καπναποθήκες ), όπου στεγάζεται σήμερα το Παν/μιο Θεσσαλίας, με την εκκλησία του Αγ. Κων/νου, το πάρκο του Ρήγα, τη γέφυρα που ενώνει την προκυμαία με τον λιμενοβραχίονα. Το σύγχρονο μνημείο των πεσόντων για την Εθνική Ανεξαρτησία, το χάλκινο ομοίωμα της « Αργούς », έργο του γλύπτη Νικόλα, στην πύλη του Λιμεναρχείου, όπως και άλλα γλυπτά στην παραλιακή μας τράβηξαν την προσοχή και φωτογραφηθήκαμε μαζί τους.

Κάναμε βόλτα στον πεζόδρομο της Ερμού με τα ωραία μαγαζάκια και τα εμπορικά, μπήκαμε στο Δημαρχείο, χτισμένο με την παραδοσιακή πηλιορείτικη αρχιτεκτονική σε σχέδια του Δημ. Πικιώνη, όπου θαυμάσαμε τα χαρακτικά του Τάσσου και τη ζωγραφιά του Θεόφιλου στο κλιμακοστάσιο. Ανακαλύψαμε το ναό του Αγ. Νικολάου, με το παλιό καμπαναριό του 1884 στο προαύλιο, όπου ο γνωστός ζωγράφος Αγήνωρ Αστεριάδης έχει αγιογραφήσει την Πλατυτέρα των Ουρανών στην αψίδα του Ιερού, το Αρχαιολογικό Αθανασάκειο Μουσείο, το Κέντρο Τέχνης « Τζιόρτζιο ντε Κίρικο », δίπλα στο Δημοτικό Ωδείο και πολλά άλλα αξιοθέατα. Φυσικά και « τιμήσαμε » τα παραλιακά ουζερί με ένα μεζεδάκι ή ήπιαμε απλά καφέ ή τσαγάκι σε κάποια καφετέρια.

Αφήσαμε την ομορφιά του Βόλου και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς το αιωνόβιο Πήλιο, τη θερινή κατοικία των θεών, αλλά και το βουνό, όπου έζησαν οι Κένταυροι, ο Χείρωνας, δάσκαλος του Αχιλλέα, ο Ηρακλής και διδάχτηκε την Ιατρική ο Ασκληπιός. Περάσαμε από τον Άνω Βόλο, με τα σπίτια με τις ωραίες λουλουδιασμένες αυλές, την Πορταριά με τα αρχοντικά και τις παλιές της εκκλησιές και φτάσαμε στα Χάνια, όπου θα φιλοξενούμαστε τις επόμενες μέρες. Στο ξενοδοχείο ”Αnamar” κατεβήκαμε οι περισσότεροι, ενώ οι υπόλοιποι πήραν το δρόμο για το « Χάνι του Ζήση », λίγο πιο κάτω. Δειπνήσαμε, καθίσαμε για λίγο στο όμορφο και ζεστό καθιστικό κοντά στο τζάκι και έπειτα πήγαμε για ξεκούραση. Την επόμενη μέρα, Παρασκευή, 25 Μαρτίου, μετά το πρωινό μας, καλημερίζοντας  τη Δράκεια, το ιστορικό μαρτυρικό κεφαλοχώρι κάτω από τα Χάνια, φύγαμε για Αλογόπορο, απ΄όπου θα περνούσαμε με καραβάκι απέναντι, στο Παλιό Τρίκερι. Κάναμε μια στάση στην όμορφη Μηλίνα, όπου μόλις είχε σχολάσει η εκκλησία και τα παιδιά του Δημοτικού έβγαιναν ντυμένα με τις παραδοσιακές στολές τους, για να παρελάσουν. Κατηφορίσαμε προς το Τισαίον όρος έχοντας στα δεξιά μας τον Αλατά, το καταπράσινο μακρόστενο νησάκι, απέναντι σχεδόν από τη Μηλίνα, το γραφικό ψαροχώρι Κόττες, με το μικρό και όμορφο λιμανάκι, κι αντικρίζοντας ψηλά το χωριό Τρίκερι.

Περάσαμε σε ομάδες των 10-12 ατόμων απέναντι στο νησάκι, όπου οι πεζοπόροι έκαναν μικρή πεζοπορία, λόγω βροχής, ως το μοναστήρι και από εκεί παίρνοντας το καινούργιο πλακόστρωτο μονοπάτι κατευθύνθηκαν προς το πίσω μέρος του νησιού. Έφτασαν μέχρι την παραλία, οποία την περίοδο 1949-1953 χρησίμευσε ως τόπος εξορίας κομμουνιστών  για 5000 πολιτικές εξόριστες γυναίκες που διέμεναν σε σκηνές κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει το γεγονός, εκτός από μια αναμνηστική πλάκα στο μοναστήρι.

 Όλοι, πεζοπόροι και μη, επισκεφτήκαμε τη Μονή Ευαγγελίστριας ( του 1835 ), που γιόρταζε κιόλας εκείνη τη μέρα, στο μέσο περίπου του νησιού και σε κοντινό προς το μικρό λιμανάκι ύψωμα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το καθολικό της μονής, με περίεργα ανάγλυφα σχέδια στους εξωτερικούς τοίχους, η αυλή η γεμάτη λουλούδια και οι ξενώνες γύρω από αυτήν. Το ψιλόβροχο μας συνόδευε όλη την ώρα, ακόμα και όσο διάστημα γευματίζαμε στα δυο μικρά ταβερνάκια του νησιού. Σταδιακά αρχίσαμε να αποχωρούμε με το θαλάσσιο ταξί για Αλογόπορο και Τρίκερι στη συνέχεια.   

Το χωριό ήταν σχετικά έρημο και τα μαγαζάκια του κλειστά, λόγω και της μεσημεριανής ώρας, αλλά σύντομα άνοιξαν και ήπιαμε καφεδάκι, μυρωδάτο τσαγάκι, δοκιμάσαμε μπακλαβά από τον Γυναικείο Συνεταιρισμό, απ΄ όπου και  αγοράσαμε γλυκά κουταλιού και μαρμελάδες σπιτικές.

Η ψιλή βροχούλα και το κρύο δεν μας εμπόδισαν να κάνουμε τη βόλτα μας ως την εκκλησία της Αγίας Τριάδας πρώτα, με το υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο και τον αρχιερατικό θρόνο, τον λεγόμενο του « Ναπολέοντα », μια και προοριζόταν για τον στρατάρχη, όταν θα επισκεπτόταν τη Βαρκελώνη. Τρικεριώτες ναυτικοί τον αγόρασαν το 1815 και εγκαταστάθηκε στην εκκλησία αυτή. Περπατήσαμε λίγο και στα λιθόστρωτα καλντερίμια του χωριού, παρατηρώντας λευκά σπίτια και τα παλιά αρχοντικά. Δυστυχώς όμως τη βρήκαμε κλειστή την εκκλησία !

Τρανοί καπεταναίοι κάποτε οι Τρικεριώτες, μεγάλη κι η ναυτική παράδοση του χωριού αυτού με τον έντονο νησιωτικό χαρακτήρα. Διαθέτει και Ναυτικό Μουσείο.  

Αφήσαμε το Τρίκερι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για Χάνια, όπου φτάσαμε, μετά από σύντομη στάση στην Αργαλαστή, με το περίτεχνο μαρμάρινο καμπαναριό της εκκλησίας των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Τα Χάνια μας υποδέχτηκαν χιονισμένα! Δειπνήσαμε στο ξενοδοχείο μας, και με τον παραδοσιακό μπακαλιάρο με σκορδαλιά ανάμεσα στα εδέσματα, και πήγαμε έπειτα για ύπνο. Σάββατο, 26 Μαρτίου, μετά το πρωινό μας, ανηφορίσαμε προς το Χιονοδρομικό Κέντρο Πηλίου, όπου αφήσαμε τους ορειβάτες μας για την 6ωρη διαδρομή τους προς τις Αγριόλευκες. Το χιόνι που έπεσε την προηγούμενη μέρα έκανε πιο δύσκολη την πορεία προς την κορυφή, αλλά στη συνέχεια, όταν κατέβηκαν χαμηλότερα και δεν υπήρχε χιόνι, όλα ήταν πιο ήπια. Αφού περπάτησαν αρκετές ώρες στα όμορφα μονοπάτια του Πηλίου, στο τέλος κατέφτασαν οι περισσότεροι στις Μηλιές πάνω στην καρότσα ενός μικρού φορτηγού, για να αποφύγουν τα τελευταία χιλιόμετρα της ασφάλτου.

Και η δεύτερη ομάδα των πεζοπόρων μας ξεκίνησαν τη διαδρομή τους από τον Κισσό ως την παραλία του Αγ. Ιωάννη, όπου και τους παρέλαβε το πούλμαν και μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην Τσαγκαράδα τους έφερε και αυτούς στις Μηλιές. Οι τουρίστες αναχώρησαν για τη Ζαγορά πρώτα, το μεγαλύτερο και ιστορικότερο χωριό του Πηλίου, όπου παρέμειναν γύρω στη μιάμιση ώρα. Περνώντας από τη συνοικία της Αγ. Κυριακής κατέληξαν στο parking κάτω από τον Άγ. Γεώργιο. Η περιήγηση ξεκίνησε από την πλατεία του Αγ. Γεωργίου και την ομώνυμη εκκλησία και συνοικία. Στην απλόχωρη πλατεία με τα τεράστια πλατάνια και τις προτομές ηρώων, αλλά και του Γιάννη Γούναρη και του Γ. Κορδάτου, που κατάγονταν από εδώ, βρίσκεται το μικρό κατάστημα του Γυναικείου Αγροτουριστικού Συνεταιρισμού, απ΄όπου αγοράσαμε παραδοσιακά γλυκά κουταλιού, μαρμελάδες και άλλες λιχουδιές, ενώ σε κάποια ηλιόλουστη καφετέρια ήπιαμε καφεδάκι, τσαγάκι ή φάγαμε κάποια πιτούλα παραδοσιακή.

Η Ζαγορά φημίζεται για τα μήλα της και καμαρώνει ως πατρίδα επιφανών ανδρών αλλά και για το ότι διέθετε αξιόλογο στόλο – πασίγνωστα τα «Ζαγοριανά καράβια» που ξεκινούσαν από το Χορευτό – για τη μεταφορά προϊόντων της περιοχής σε μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης.  Πολλοί πλούτισαν τότε από το εμπόριο και φρόντισαν στη συνέχεια να βοηθήσουν και την ιδιαίτερη πατρίδα τους, όπως ο Πολυμέρης, ο Πρίγκος, ο Κασσαβέτης.

Προχωρώντας προς τη 2η από τις 4 συνολικά συνοικίες της Ζαγοράς, αυτήν της Μεταμόρφωσης, επισκεφτήκαμε την περίφημη Δημοτική Βιβλιοθήκη με τα σπάνια βιβλία και χειρόγραφα, όπου έγινε και ξενάγηση από κάποιον αρμόδιο. Λίγο πιο έξω από το χωριό βρίσκεται και το Ελληνομουσείο, η σχολή όπου σπούδασαν ο Ρήγας, ο Άνθιμος Γαζής, οι Κωνσταντάς – Φιλιππίδης κ.ά., αλλά αυτό το αξιοθέατο δεν είχαμε το χρόνο να το επισκεφθούμε.

Περπατώντας στα πλακόστρωτα στενά σοκάκια του χωριού, που απλώνεται στην καταπράσινη και πλέον ηλιόλουστη πλευρά του Πηλίου, ανακαλύπταμε παλιά σπίτια και μεγάλα αρχοντικά καθώς και πολλές περίτεχνες βρύσες.

Φύγαμε από το χωριό « πίσω από το βουνό » ( αυτό σημαίνει Ζαγορά ) και πήραμε το δρόμο για τον Κισσό, ένα από τα ομορφότερα και πιο ήσυχα χωριά του βουνού των Κενταύρων. Το λένε και « χωριό των λουλουδιών » και η αλήθεια  είναι πως είδαμε πολλούς πωλητές πάνω στο δρόμο προς Τσαγκαράδα. Στο « σμαράγδι του Πηλίου » και την κεντρική συνοικία της Αγ. Παρασκευής με την ομώνυμη εκκλησία παραμείναμε γύρω στα ¾ της ώρας, ώστε να κατηφορίσουμε προς την ομώνυμη πλατεία με τους θεόρατους γερο-πλατάνους, να μπούμε στην εκκλησία και να κάνουμε κάποιες βόλτες στα καλντερίμια του χωριού. Όμορφη η θέα από την Τσαγκαράδα ( αυτό εξάλλου σημαίνει και το όνομά της ), μέρος ευλογημένο πραγματικά και δικαιολογημένο το πλήθος των τουριστών που συγκεντρώνεται εδώ όλες τις εποχές του χρόνου.

Αφήσαμε τη « σειρήνα του Πηλίου », όπως αποκαλούν την Τσαγκαράδα, για να συνεχίσουμε ως τις Μηλιές, όπου θα κατέφταναν σε λίγο και οι πεζοπόροι και οι ορειβάτες μας. Επισκεφθήκαμε το μικρό Λαογραφικό Μουσείο, όπου μαζί με άλλα εκθέματα βρίσκεται και το λάβαρο της Επανάστασης του ΄21, η οποία ξεκίνησε στο Πήλιο από εδώ, από τις Μηλιές. Στην ονομαστή εκκλησία των Ταξιαρχών, στην κεντρική πλατεία με τα πλατάνια και τους καφενέδες, είχαμε την τύχη να ξεναγηθούμε από τον κύριο που συνηθίζει να το κάνει ακούραστα τόσα χρόνια και ακούσαμε με πολλές λεπτομέρειες πώς ακριβώς χτίστηκε ο ναός και γιατί, με ποιο τρόπο οι χτίστες κατάφεραν να φημίζεται για την ακουστική του. Ο ίδιος καλός κύριος μας εξήγησε επίσης πολλά πράγματα σχετικά με την αγιογράφηση του ναού, κυρίως για αυτήν στον νάρθηκα, ιδιαίτερα για τον ζωδιακό κύκλο. Κατεβήκαμε, από ένα πανέμορφο μονοπάτι, ως κάτω στον μικρό και χαριτωμένο  σιδηροδρομικό σταθμό Μηλεών με το παραδοσιακό κτίσμα, εκεί όπου τερματίζει, αγκομαχώντας στην ανηφοριά, ο « μουτζούρης » κάθε σαββατοκύριακο ερχόμενος από τα Λεχώνια, λίγο έξω από τον Βόλο. Λίγο πιο πέρα βρίσκεται και η πέτρινη γέφυρα που κατασκευάστηκε από τον Evaristo de Chirico, πατέρα του γνωστού ζωγράφου, καθώς και ένα μνημείο πεσόντων στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Κοντά στους νερόμυλους δίπλα στο ποτάμι γευμάτισαν κάποιοι φίλοι, ενώ οι περισσότεροι δοκίμασαν τα νόστιμα φαγητά στα μαγαζάκια πάνω στο χωριό και κοντά στην πλατεία. 

Αναχωρήσαμε από τις Μηλιές για Χάνια κατά τις 6, ώστε στο μεταξύ να προλάβουν να τσιμπήσουν κάτι και οι πεζοπόροι και ορειβάτες μας. Ακολουθήσαμε τον παραλιακό δρόμο ως τον Βόλο, τον Άνω Βόλο και την πολυσύχναστη Πορταριά με τις ομορφιές της και φτάσαμε στον προορισμό μας για ξεκούραση μέχρι το δείπνο και το γλέντι που θα ακολουθούσε. Ως αργά κράτησε το γλέντι, με ζωντανή μουσική και πολύ χορό. Κυριακή, 27 Μαρτίου, αφού πήραμε το πρωινό μας, αναχωρήσαμε από τα Χάνια με χιονόπτωση για τη Μακρυνίτσα, το « μπαλκόνι του Πηλίου ». Είναι από τα τουριστικότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας και φημίζεται για το παραδοσιακό της χρώμα, την ιδιαίτερη πηλιορείτικη αρχιτεκτονική και για την υπέροχη θέα που προσφέρει προς τον Βόλο αλλά και τον Παγασητικό.

Ανηφορίσαμε τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί από το χώρο του parking, στην κάτω πλατεία με τον μικρό καταρράκτη, ως την πλατεία με τους τεράστιους πλατάνους και τη μαρμάρινη κρήνη « Λιοντάρια » ή « Αθάνατο Νερό », με ψιλόβροχο, ρίχνοντας και μια ματιά στα τουριστικά μαγαζάκια αριστερά και δεξιά μας, για να έχουμε υπόψη ποια βότανα και άλλα ενθύμια θα πάρουμε φεύγοντας.

Εκτός από την κρήνη κόσμημα για την πλατεία είναι και ο μικρός σχετικά ωραιότατος ναός του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου ( 1792 ). Στα 10 μέτρα από την είσοδο της εκκλησίας βρίσκεται το καφενείο-τσιπουράδικο «Ο Θεόφιλος», με τη μεγάλη τοιχογραφία που παρουσιάζει τον αγωνιστή Κατσαντώνη σε ανάπαυλα, φιλοτεχνημένη από τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο. Εδώ κάθισαν κάποιοι δικοί μας. Άλλοι προτίμησαν κάποια από τις υπόλοιπες καφετέριες γύρω από τη μεγάλη πλατεία για ένα γλυκό, έναν καφέ ή κάτι άλλο. Δυστυχώς το « Μουσείο λαϊκής τέχνης και ιστορίας του Πηλίου », που στεγάζεται στο αρχοντικό Τοπάλη, θα άνοιγε αργότερα και έτσι δεν μπορέσαμε να θαυμάσουμε τα υπέροχα λαογραφικά εκθέματα που φιλοξενεί.  Σε ένα άλλο αρχοντικό του 19ου αι., εξαιρετικά αναστηλωμένο, στεγάζεται το « Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ».

Περπατώντας σε κάποια καλντερίμια εντοπίσαμε το μνημείο που έχουν στήσει προς τιμήν της αγωνίστριας Μαργαρίτας Μπασδέκη, η οποία πρωτοστάτησε στην Επανάσταση της Θεσσαλίας το 1878, και το παλιό λιθόκτιστο Δημοτικό Σχολείο.  

Έχοντας κάνει και τις αγορές μας κατηφορίσαμε πάλι από τον πεζόδρομο, επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν και φύγαμε για Κερασιά και Κανάλια, στον νομό Μαγνησίας και τα δύο. Στο « Μουσείο Λιμναίου Οικισμού » στα Κανάλια, κοντά στη λίμνη Κάρλα, μας υποδέχθηκαν με χαρά, τακτοποιηθήκαμε στα καθίσματα του πρώην κινηματογράφου και ξεκίνησε η προβολή και η ταυτόχρονη παρουσίαση της ιστορίας της λίμνης Κάρλα, της αρχαίας Βοιβηίδος ή του « Βάλτου » για τους ντόπιους.

Από την περιοχή της Κάρλας ξεκίνησαν για την Αργοναυτική εκστρατεία οι ντόπιοι άρχοντες, ενώ από εδώ πέρασαν ο Ηρακλής, ο Θησέας, οι Αμαζόνες.  Στα μεσαιωνικά χρόνια η λίμνη από Βοιβηίς έγινε Κάρλα, ενώ στην Τουρκοκρατία ονομαζόταν Κάρλα Σου ή Κάρλα Γκιολ.

Πριν από την αποξήρανση της λίμνης στα 1962 ζούσαν από την αλιεία περίπου 1000 οικογένειες ψαράδων, αφού ήταν από τις πλουσιότερες σε ιχθυοπανίδα, λόγω της πλούσιας υδρόβιας βλάστησης. Η ελονοσία όμως μάστιζε τους κατοίκους των γύρω από τη λίμνη χωριών κι από την άλλη χρειάζονταν γη για καλλιέργεια, ώστε να αυξηθεί το εισόδημά τους. Κι έτσι ο σπάνιος αυτός υγρότοπος έπαψε να υπάρχει το 1962. Όταν όμως με την πάροδο των χρόνων διαπιστώθηκε ότι οι επιπτώσεις στο οικοσύστημα της περιοχής ήταν μεγαλύτερες από το όφελος που πρόσφερε η αποξήρανσή της, άρχισε η προσπάθεια για αναδημιουργία της λίμνης. Το Δεκέμβριο του 2010 λοιπόν ξεκίνησε η άντληση νερού από τον ποταμό Πηνειό και τα έργα συνεχίζονται ως σήμερα για την πλήρη επαναδημιουργία της. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στα αρχαιολογικά ευρήματα στο χώρο γύρω από τη λίμνη.

Στη συνέχεια περιηγηθήκαμε στο χώρο του Μουσείου, όπου υπάρχει ένα ομοίωμα καλύβας της Λίμνης, φωτογραφικό υλικό στον επάνω όροφο, μακέτες της λίμνης καθώς και διάφορα αντικείμενα και εργαλεία του λιμναίου οικισμού.  Φύγαμε από το ενδιαφέρον αυτό μουσείο με ένα τιμητικό δίπλωμα για τον « Φυσιολάτρη ».

Επιστρέψαμε στην Κερασιά, ένα από τα ομορφότερα χωριά του δήμου Ρ. Φεραίου, με το μνημείο της Εθν. Αντίστασης στην είσοδό του, για να μαρτυρεί την καταστροφή που υπέστη το 1944 από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Στο χωριό αυτό είδαμε επίσης μια δίτοξη γέφυρα, η οποία συνδέει τα δύο τμήματα του χωριού στις όχθες του Κερασιώτη ποταμού, διατηρητέο μνημείο πλέον. Στο μικρό μουσείο-Κέντρο Ενημέρωσης Ορεινού Βορείου Πηλίου παρακολουθήσαμε μια προβολή που αφορά τη χλωρίδα και την πανίδα του τόπου και ακούσαμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα κυρίως για τις πολλές και πανέμορφες ορχιδέες που υπάρχουν στην περιοχή. Στο διπλανό μουσείο της Κερασιάς, το αφιερωμένο σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς και πεζογράφους, τον Ηλία Λεφούση, μάθαμε πολλά στοιχεία για τον ίδιο και το έργο του, βλέποντας και διάφορα σχετικά εκθέματα παράλληλα.   

Γευματίσαμε στο όμορφο χωριό και πήραμε το δρόμο της επιστροφής περνώντας δίπλα σχεδόν από τη λίμνη Κάρλα, στις όχθες της οποίας παρατηρήσαμε πολλά πουλιά, όπως κορμοράνους, πάπιες ερωδιούς, πελεκάνους κ. ά. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να δούμε και τα 2 φράγματα που έχουν κατασκευαστεί και τα οποία στην ουσία χαρακτηρίζουν τη λίμνη ως ταμιευτήρα μέχρι στιγμής, ως την πλήρη «αποκατάστασή» της.

Μπήκαμε στην  Εθνική οδό μετά από λίγη ώρα και πήραμε το δρόμο μας για Νίκαια, στην οποία φτάσαμε κατά τις 10 περίπου, αφού κάναμε και μια στάση στο δρόμο για τις … γνωστές ανάγκες μας.

Ήταν πολλά αυτά που αποκομίσαμε στη διάρκεια της 4ήμερης εκδρομής μας, κάποια από αυτά πρωτόγνωρα και άλλα γνωστά αλλά τόσο αγαπημένα, ώστε με ευχαρίστηση να θέλουμε να τα επαναλάβουμε.

Σχετικό βίντεο για την εκδρομή μας στο Πήλιο